Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφίκτωρ — ἀφίκτωρ, ο (Α) [αφίκω] 1. ικέτης 2. «Ζεὺς ἀφίκτωρ» ικέσιος, προστάτης των ικετών … Dictionary of Greek
ἀφικτόρων — ἀφίκτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίκτορα — ἀφίκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)